- σιδηρικυανιούχος
- -α, -ο, Ν1. χημ. χαρακτηρισμός τών σύμπλοκων αλάτων ή τών εστέρων τού σιδηρικυανικού οξέος που περιέχουν στην σύνθεσή τους το τρισθενές σύμπλοκο ανιόν τού σιδηρικυανίου (α. «σιδηρικυανιούχα άλατα» — τα τέλεια σύμπλοκα άλατα τού σιδηρικυανικού οξέος)2. φρ. α) «σιδηρικυανιούχος σίδηρος»χημ. κυανό ίζημα που προκύπτει κατά την κατεργασία τών σιδηρικυανιούχων αλάτων με άλατα τού δισθενούς σιδήρου, γνωστό ως κυανό τού Τέρνμπουλβ) «σιδηρικυανιούχο κάλιο»χημ. το σημαντικότερο από τα σιδηρικυανιούχα άλατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρικυάνιο + -ούχος*].
Dictionary of Greek. 2013.